Easily Confused Words

During vs While

Και οι δύο λέξεις σημαίνουν «ενώ/ κατά τη διάρκεια». Δηλώνουν δηλαδή πως μια πράξη βρίσκεται σε εξέλιξη.


Ωστόσο, μετά από το during ακολουθεί πάντα ΟΥΣΤΙΑΣΤΙΚΟ (= noun)  ενώ μετά από το while ακολουθεί PHMA (= verb) και μάλιστα σε χρόνο διαρκείας (continuous).






Because of/on account of vs Owning to/ due to= εξαιτίας

Due to/ owning to: Πάντα χρησιμοποιούνται ΜΕΤΑ από κάποια μορφή του ρήματος  -be-


e.g. He was tired due to/owning to the heavy workload.


Because of/ on account of: Δεν υπάρχει κάποιος τύπος του ρήματος  -be- πριν από αυτό.     


 e.g. He had a headache because of/ on account of the heavy workload.


On time vs In time



on time

Ολοκληρώνεις μια πράξη ακριβώς τη χρονική στιγμή που έχει οριστεί. Προλαβαίνω στο «τσακ».


e.g. I got up late but fortunately I managed to be at the meeting just on time.


in time

Προλαβαίνω να ολοκληρώσω μια πράξη εγκαίρως. Πριν από τη διορία που μου έχει δοθεί.


e.g. Sonia is a really punctual person. She is always in time at her dates.


Although vs However    


Although=in spite of the fact that (= παρά το γεγονός ότι)


Μπαίνει είτε στην αρχή είτε στη μέση μιας πρότασης και δεν ακολουθεί κόμμα. Δεν μπορεί να σταθεί μόνο του στην πρόταση. Είναι εξαρτημένο από τους υπόλοιπους όρους της πρότασης. Ρόλος του είναι να ενώσει δύο αντίθετες μεταξύ προτάσεις. Γι’ αυτό και πάντα θα ακολουθεί ή θα προηγείται πρόταση που αποτελείται τουλάχιστον από υποκείμενο και ρήμα.


e.g. Although the weather was cold, we decided not to wear our jackets.
e.g. Although the weather is bad, I love London.
e.g.I love London, although the weather is bad.


However= but = αλλά/ ωστόσο.

Αντίθετα, το However δεν ενώνει προτάσεις. Δηλώνει και πάλι αντίθεση, αλλά οι δύο αντιτιθέμενες ιδέες βρίσκονται σε διαφορετικές προτάσεις. Τοποθετείται συνήθως στην αρχή της δεύτερης πρότασης αλλά πολλές φορές συναντάται και στο τέλος ή και μετά το υποκείμενο της πρότασης. 

Τις περισσότερες φορές ακολουθεί κόμμα (,).

Μπορεί να «σταθεί» μόνο του στην αρχή μια πρότασης- είναι αυτόνομο/ανεξάρτητο από τους υπόλοιπους όρους της πρότασης.


e.g. We decided not to wear our jackets. However, the weather was cold.
e.g. I love London. However, the weather is bad.
e.g. I love London. The weather, however, is bad.

e.g. I love London. The weather is bad, however.


AΛΛΑ: However hard I try, I´ll never be as a good student as Stacy is.   (χωρίς κόμμα)

PRACICE

See if you can work out whether to use “although” or “however” in the following sentences. 

1. ________________ it was raining, we still went to the park.
2. I finished the homework. It, ________________  , wasn't easy.
3. She was cold. She went for a long walk, __________________
4. __________________ I speak English well, my first language is actually German
5. __________________the restaurant has a good reputation, the food was terrible.
6. It was raining. _______________ , we still went to the park.
7. I´ll happily drink red wine, __________________ I prefer white.
8. __________________  it was expensive, John bought the watch.
9. __________________ she was cold, she went for a long walk.
10. We can go to the park for lunch. __________________, the weather report says it’s going to rain.


IN THE END vs AT THE END



Το In the end χρησιμοποιείται κυρίως ως idiom (= έκφραση) και σημαίνει "finally"(=τελικά), "after a long time," (=μετά από καιρό). Συνήθως ακολουθεί κόμμα.

  1. We worked hard, and in the end, we achieved our goal.
  2. In the end, what really matters in a friendship is trust.



To At the end χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του σημασία και μεταφράζεται ως "στο τέλος". Λειτουργεί, θα λέγαμε, ως εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου ή του χρόνου. Ακολουθεί συνήθως η πρόθεση of και στη συνέχεια ουσιαστικό (φυσικό αντικείμενο, χρονική περίοδος, μέρος ή αφηρημένη έννοια π.χ. η υπομονή κάποιου)

  1. At the end of his life, he had no regrets.
  2. Put a period at the end of every sentence.
  3. I pay the phone bill at the end of each month.
  4. There is a brick building at the end of the driveway.



ALLOW - LET


Και τα δύο παραπάνω ρήματα σημαίνουν "επιτρέπω". Η διαφορά τους έγκειται στο τι είδους απαρεμφάτου ακολουθεί μετά από αυτά (to infinitive ή bare infinitive).




BORROW - LEND

Borrow (= δανείζομαι)

Παθητική φωνή.  
e.g. Can I borrow your car?


Lend (= δανείζω)

Ενεργητική φωνή. Υπάρχουν δύο πιθανές συντάξεις ανάλογα με το αν προηγείται το άμεσο αντικείμενο (πρόσωπο) ή το έμμεσο αντικείμενο (πράγμα).

e.g. I lent my car to Jenny. ( Προηγείται το έμμεσο αντικείμενο γι' αυτό και ακολουθεί to sb)
e.g. I lent Jenny my car. (Προηγείται το άμεσο αντικείμενο)


NEEDN´T HAVE DONE STG - DIDN'T NEED TO DO STG


NEEDN´T HAVE DONE STG: Δεν χρειαζόταν να γίνει η πράξη, αλλά ΕΓΙΝΕ.
e.g. You needn´t have bought bread. I bought a loaf an hour ago.

*Εδώ το ρήμα need χρησιμοποιείται ως modal verb καθώς σχηματίζει μόνο του άρνηση, χωρίς τη βοήθεια κάποιου βοηθητικού ρήματος (do/did).

DIDN'T NEED TO DO STG: Δεν χρειαζόταν να γίνει η πράξη και ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ.
e.g. You didn't need to buy bread, and fortynately you didn't.

* Σε αυτή την περίπτωση το need λειτουργεί ως κύριο ρήμα και επομένως χρειάζεται κάποιο βοηθητικό ρήμα προκειμένου να σχηματιστεί η άρνηση. (didn´t)



Comments