All or The whole

All or The whole

Και οι δύο λέξεις μετφράζονται ως "όλος - όλη - όλο κλπ" ή "ολόκληρος-η-ο"
Χρησιμοπιούνται ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ για να αναφερθούμε στο συνολικό αριθμό μιας ομάδας πραγμάτων/ανθρώπων κλπ.

ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ? 

Ας συγκρίνουμε τα παρακάτω παραδείγματα: 
1.
She was given all the advice she needed.                               all + the + noun
The whole company is moving to the new headquarters.       the + whole + noun
2.
You have to try all the new activities offered.                           all + the + plural noun
We spent the whole summer at the beach.                              the + whole + singular noun

Το ίδιο συμνβαίνει και με τα κτητικά επίθετα (possessive adjectives)
All my family lives abroad.                    all + possessive adjective 
My whole family lives abroad.               possessive adjective + whole 
3.
Συνήθως το all χρησιμοποιείται (χωρίς το the) με ουσιαστικά σε πληθυντικό αριθμό (plural countable nouns) 
YES: All businesses are affected by computerization.    
Not: All business is affected by computerization. 

To The whole δεν χρησιμοπιείται με ουσιατικά πληθυντικού αριθμού. 
NOT: The whole businesses are affected by computerization. 
YES: The whole business is affected by computerization. 

Κάποιες φορές μπορεί να ακολουθήσει η έκφραση "of the" τόσο μετά παο το all όσο και μετά το whole 
All of us were sad to leave.
The whole of the world is watching the event.
She complains all of the time
She complains the whole of the time.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Το αόριστο άρθρο a/an χρησιμοποιείται μόνο πριν το whole και ΟΧΙ πριν το all
They try to construct a whole new software from scratch. Not: … all a new software …
I spent a whole evening looking for the beanie I bought the previous winter.  Not: … all a evening …

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μπορεί να ισχύει η ακόλουθη σύνταξη 
Whole businesses are affected .. . (=each and every business) χωρίς το the. Ωστόσο, υπάρχει διαφορά στη σημασία. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά.

Οταν χτησιμοποιούμε whole με plural nouns τότε προσδίδουμε τη σημασία του "ολόκληρος (= complete/entire) 
Whole families normally shared one room in the nineteenth century. (=entire families)
All families normally shared one bedroom in the nineteenth century. (=each and every family)


PRACTICE

2.Multiple choice 

Comments

Post a Comment